ἀντίρρινα

ἀντίρρινα
ἀντίρρινον
calf's snout
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιναρία ή λίνοψη — (Linaria). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριιδών, της υφομοταξίας των αστεριδών. Τα λ. μοιάζουν με τα αντίρρινα, γνωστά με την κοινή ονομασία σκυλάκια. Ευδοκιμούν εύκολα στους ακαλλιέργητους τόπους και φύονται στην Ευρώπη και στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”